Πόσο Επηρεάζει Τη Ζωή Μας Η Επίγνωση Του Θανάτου; Μια Ακαδημαϊκή Συνάντηση Φιλοσοφίας Και Ψυχολογίας, Της Αγγελικής Μπομπούλα

Πόσο Επηρεάζει Τη Ζωή Μας Η Επίγνωση Του Θανάτου; Μια Ακαδημαϊκή Συνάντηση Φιλοσοφίας Και Ψυχολογίας, Της Αγγελικής Μπομπούλα

Πόσο Επηρεάζει Τη Ζωή Μας Η Επίγνωση Του Θανάτου; Μια Ακαδημαϊκή Συνάντηση Φιλοσοφίας Και Ψυχολογίας, Της Αγγελικής Μπομπούλα

Της Αγγελικής Μπομπούλα

Πόσο απασχολεί ο θάνατος την Φιλοσοφία ανά τους αιώνες μέχρι σήμερα; Πως βοηθάει η πίστη στη μετά θάνατον ζωή στην αντιμετώπιση του κορυφαίου καταλυτικού συμβάντος;  Η –ούτως ή άλλως-ουτοπική επίγεια αθανασία θα μπορούσε να συνιστά την «θεραπεία του θανάτου»;  Πως μπορούμε να διαχειριστούμε τον φόβο και την αγωνία την εποχή του κορωνοιού; Πως μεριμνά για τον φόβο του θανάτου η Ψυχολογία; Πως διαχειρίζεται η Ψυχολογία τους καθημερινούς θανάτους και τις μικρές απώλειες στη ζωή μας; Προσπαθώντας να φωτίσουν τη στάση μας απέναντι στο μυστήριο του τέλους σε αυτά και άλλα ερωτήματα απαντούν στο «Υγεία και Ευεξία» ο Στασινός Σταυριανέας, επίκουρος καθηγητής Φιλοσοφίας στο τμήμα Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Πατρών και ο Γιώργος Δίπλας, P.g.D in PCA Counseling-εκπαιδευτής, θεραπευτής, επόπτης Gestalt-μέλος της EAGT και της Ελληνικής Εταιρείας Συμβουλευτικής-κάτοχος ECP-μέλος της Ελληνικής Εταιρίας Ψυχοθεραπείας Gestalt (HAGT). 

Στις ερωτήσεις μας απαντούν πρώτα ο κ. Σταυριανέας και στη συνέχεια ο κ. Δίπλας.

 

Στασινός Σταυριανέας «Το γεγονός ότι γνωρίζουμε πως θα πεθάνουμε δίνει ξεχωριστή αξία στις επιλογές για το τι θα κάνουμε στη ζωή μας»

Πόσο και με ποιο τρόπο απασχολεί ο θάνατος την Φιλοσοφία ανά τους αιώνες μέχρι σήμερα;

 

Το γεγονός ότι θα πεθάνουμε και κυρίως ότι έχουμε επίγνωση του γεγονότος αυτού συνιστούσε για τη Φιλοσοφία πάντα ένα θεμελιώδες ερώτημα. Ο Πλάτων στον διάλογο του Φαίδων σκηνοθετεί τον Σωκράτη να υποστηρίζει πώς ή ίδια η Φιλοσοφία δεν είναι παρά μια μελέτη θανάτου, δηλαδή μια σπουδή του τι σημαίνει για την προσωπικότητά μας το γεγονός ότι θα πεθάνουμε, τι έρχεται μετά από τον θάνατο μας (μια αιώνια ζωή για την ψυχή μας όπως πιστεύει) και επομένως με βάση αυτή τη θέση, πώς θα πρέπει να ζήσουμε τον ενσώματο βίο μας (αδιαφορώντας για τις σωματικές ηδονές και μεριμνώντας για την ψυχική μας υγεία και ισορροπία). Ακόμη και οι φιλόσοφοι που δεν πιστεύουν σε μια μεταθανάτια ζωή, θεωρούν ότι ο θάνατος και ο φόβος μας γι΄ αυτόν σφραγίζει το νόημα της ζωής. Έτσι, άλλοι μας παροτρύνουν να μην ανησυχούμε γι’ αυτόν (Επίκουρος), ενώ άλλοι να λειτουργούμε σαν να επίκειται καθημερινά (Μάρκος Αυρήλιος). Σε κάθε περίπτωση το πρόβλημα φιλοσοφικά μπορεί να τεθεί ως εξής: από τη μια πλευρά ο θάνατος είναι ομολογουμένως κάτι δυσάρεστο και η έλευση του θα ακυρώσει όλα τα σχέδια μας για τη ζωή μας· από την άλλη όμως το γεγονός ότι γνωρίζουμε πως θα πεθάνουμε δίνει ξεχωριστή αξία στις επιλογές για το τι κάνουμε στη ζωή μας (αφού εάν δεν πεθαίναμε ποτέ δεν θα είχε κανένα νόημα η οποιαδήποτε επιλογή, θα είχαμε στη διάθεσή μας το χρόνο να επιλέξουμε τα πάντα). 

 

Πόσο επηρεάζει τον βίο μας η επίγνωση του θανάτου;

Η επίγνωση του θανάτου είναι το στοιχείο εκείνο που μάλλον μας διαχωρίζει από τους άλλους θνητούς οργανισμούς. Το γεγονός ότι γνωρίζουμε ότι έχουμε περιορισμένο χρόνο στη διάθεσή μας να ζήσουμε, όσο μακρύς και να είναι αυτός, θέτει ένα όριο στο τι επιλέγουμε και τι αξιοδοτούμε. Η παραίνεση του Μάρκου Αυρήλιου να ζούμε κάθε ημέρα σαν να ήταν η τελευταία μας σε αυτή τη ζωή έχει ως στόχο όχι να μας απαλλάξει από τη μέριμνα για το μέλλον αλλά να μας παροτρύνει να ζήσουμε πληρέστερα τη ζωή μας. Αν υποθέσουμε ότι τα λόγια του περιέχουν κάποια αλήθεια, τότε όσο βαθύτερη και διαρκέστερα παρούσα είναι η επίγνωση του θανάτου, τόσο πληρέστερα θα ζήσουμε αυτήν τη ζωή.

 

Μια λύση στην αντιμετώπιση του τέλους είναι η πίστη στη μετά θάνατον ζωή. Μιλήστε μας γι αυτό.

Τα δόγματα, θρησκευτικά και φιλοσοφικά, που υιοθετούν την ιδέα της μεταθανάτιας ύπαρξης δίνουν ενδεχομένως κάποια ελπίδα ότι (α) η προσωπικότητά μας δεν θα αφανιστεί με τον θάνατο (αν και υπάρχουν δόγματα στα οποία η μεταθανάτια ύπαρξη δεν συνεπάγεται την επιβίωση της προσωπικότητάς μας) και (β) ότι οι αδικίες αυτής της ζωής θα επανορθωθούν στο μέλλον. Μάλιστα η ελπίδα αυτή ίσως είναι η καλύτερα προστατευμένη από τη ματαίωση ελπίδα που μπορούμε να έχουμε. Εάν επιβεβαιωθεί δικαιωνόμαστε. Εάν δεν επιβεβαιωθεί δεν ματαιωνόμαστε γιατί δεν θα το μάθουμε ποτέ. Για τη Φιλοσοφία όμως έχει μεγαλύτερη αξία το δίδαγμα που μεταφέρει ένα τέτοιο δόγμα για την παροντική μας ύπαρξη, Έτσι νομίζω χρησιμοποιεί αυτό το δόγμα ο Πλάτων αλλά και άλλοι φιλόσοφοι. Ώστε να δείξει, δηλαδή, βασισμένος στο ποια είναι η μεταθανάτια τύχη μας, τι αξίζει να επιλέγουμε στη ζωή μας σήμερα. Άλλωστε μια μεταθανάτια ζωή της οποίας τους όρους δεν μπορούμε να γνωρίζουμε δεν προσφέρει γόνιμο έδαφος για φιλοσοφικό στοχασμό. Πέραν επιπλέον της δυσάρεστης διαπίστωσης ότι μια αιώνια μεταθανάτια ύπαρξη δεν παρουσιάζει κάποιο ενδιαφέρον για τα ανθρώπινα μέτρα. Άρα τα δόγματα αυτά συνιστούν κάποιο φάρμακο αλλά το ενδιαφέρον των φιλοσόφων είναι πώς αυτό το φάρμακο μπορεί να ωφελήσει τη ζωή μας πριν από τον θάνατο.

 

Έχει ένα εγγενές νόημα η ζωή μας, ή πρέπει κατά τη γνώμη σας να το εφεύρουμε;

 

Η ζωή μας έχει νόημα υπό την έννοια ότι εμείς παράγουμε αυτό το νόημα από τη πρώτη στιγμή στην προσπάθεια μας να κατανοήσουμε τον κόσμο, να αποφύγουμε τον πόνο, και στην προσπάθεια μας να επικοινωνήσουμε με τους άλλους ώστε να κατανοήσουμε τον κόσμο και να αποφύγουμε τον πόνο. Η εξελικτική ιστορία του φυσικού μας είδους στο βαθμό που είναι προϊόν συγκυριών και όχι σχεδίου δεν φαίνεται να μας προορίζει για τίποτε συγκεκριμένο. Άρα μάλλον στερείται νοήματος με την ισχυρή σημασία του όρου: δεν έχει κάποιον σκοπό. Μέσα όμως σε αυτήν την στερημένη μάλλον από νόημα ιστορία, δημιουργούμε το δικό μας νόημα ως κοινωνίες και ως άτομα. Αντιμέτωποι με την επίγνωση του θανάτου πολλοί από εμάς χάνουν οποιοδήποτε νήμα θα οδηγούσε σε μια νοηματοδότηση της ζωής μας. Και η αυτοκτονία τότε θεωρείται μια εύλογη πράξη, γεγονός που ορισμένοι φιλόσοφοι έχουν αναγνωρίσει ως τέτοιο. Από την άλλη πλευρά η ζωή μπορεί να στερείται νοήματος με την ισχυρή σημασία ή στη μεγάλη κλίμακα και παρόλα αυτά να είναι πλήρης νοημάτων στη μικρή κλίμακα, δηλαδή στα στενά περιθώρια του χρόνου, του τόπου, των ενασχολήσεων και κυρίως των προσώπων που την πλαισιώνουν.

 

Είναι η-ούτως ή άλλως ουτοπική- αθανασία η θεραπεία του θανάτου;

Η θεραπεία του θανάτου εάν αυτή είναι η αθανασία είναι σαφώς χειρότερη από αυτό που θεραπεύει. Μια αθάνατη ζωή είναι μια ζωή στην οποία θα έχουμε όλο τον χρόνο να πλήξουμε με οποιαδήποτε ασχολία κάνει τη ζωή μας ευχάριστη. Και ακόμη περισσότερο χρόνο. Επομένως δεν είναι μια ζωή που θα είναι ευχάριστη με το νόημα που έχει ο προσδιορισμός για εμάς. Θα περάσουμε το μεγαλύτερο μέρος της σε μια κατάσταση απάθειας. Και δεν νομίζω ότι είναι τυχαίο ότι οι άνθρωποι που πιστεύουν στη μετά θάνατο ζωή και στην αθανασία εστιάζουν περισσότερο στο γεγονός ότι θα ακυρώσει τον θάνατο ως τέλος αυτής της ζωής, παρά στο πώς θα εκτυλιχθεί μια αιώνια ζωή. Οι λογοτέχνες και οι φιλόσοφοι, όταν βρίσκονται αντιμέτωποι με την περιγραφή μιας αιώνιας ζωής, είναι μάλλον απαισιόδοξοι για αυτήν την προοπτική. Σε κάθε περίπτωση η διαιώνιση της παρούσας ζωής και μάλιστα σε μια υγιή ή ακμαία κατάσταση δεν φαίνεται αυτή τη στιγμή ιατρικά δυνατή. Και αυτό το πρόβλημα δεν αντιμετωπίζεται μόνο με την υπόθεση μιας αθάνατης μεταθανάτιας ύπαρξης.

 

Αν η ζωή μας ήταν ένα μυθιστόρημα με αρχή, μέση και τέλος….

Αυτή είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα αναλογία. Ένα από τα βασικά προβλήματα με τον θάνατο μας και με τον φόβο που αυτός μας προκαλεί είναι ότι διακόπτει βίαια κάθε δραστηριότητα, σχέση ή σχέδιο μας στη ζωή. Επομένως, μια λύση για το πρόβλημα θα ήταν να φροντίσουμε να πεθάνουμε την κατάλληλη στιγμή. Όταν δηλαδή τα νήματα της ζωής μας, οι υποθέσεις, οι σχέσεις, οι υποχρεώσεις, τα όνειρα μας έχουν ολοκληρωθεί κατά κάποιον τρόπο. Αυτό θα σήμαινε να δούμε τη ζωής μας ως μια ιστορία στην οποία σχεδιάζουμε εμείς τουλάχιστον την εξέλιξη και το τέλος της. Σαν ένα μυθιστόρημα περίπου. Ωστόσο, υπάρχουν φιλόσοφοι που υποστηρίζουν ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατον. Γιατί ακόμη και εάν επιχειρήσουμε να ολοκληρώσουμε τη ζωή μας με αυτόν τον τρόπο το νόημα της ζωής δεν βρίσκεται στην ολοκλήρωση των νημάτων (τουλάχιστον για εμάς που τη ζούμε και όχι για κάποιον που την “διαβάζει” σαν ένα μυθιστόρημα) αλλά στο πλέξιμο τους. Για παράδειγμα, εάν ο στόχος μου είναι να ολοκληρώσω κάποιο έργο, ή δραστηριότητα, ή συναισθηματική επαφή με ένα αγαπημένο μου πρόσωπο, το νόημα δεν βρίσκεται στην ολοκλήρωσή αυτής της δραστηριότητας αλλά στην ίδια τη δραστηριότητα. Και αυτή θα την διακόψει ο θάνατος μου όσο και εάν προσπαθήσω να σκηνοθετήσω το τέλος της.

 

Η μητέρα Τερέζα από τα μαθήματα που πήρε από ασθενείς που πέθαιναν για το πόσο πολύτιμη είναι η ζωή έλεγε «Η ζωή είναι ένα επίτευγμα και ο θάνατος το επιστέγασμα αυτού του επιτεύγματος». Πως το σχολιάζετε; 

Δεν ξέρω πως ακριβώς στο πλαίσιο της πίστης εννοείται αυτό το απόφθεγμά. Αλλά με βάση αυτά που είπαμε πιο πάνω μου φαίνεται αδύνατον ο θάνατος να είναι επιστέγασμα της ζωής. Είναι μάλλον η άρνηση των επιτευγμάτων της ζωής. Όπως και η μετά θάνατον ζωή είναι η άρνηση και η νίκη επί του θανάτου.

 

Πολλές εσωτερικές διδασκαλίες μεγάλων δασκάλων από πολλές παραδόσεις, κάνουν λόγο για τον θάνατο ως πέρασμα σε μια άλλη διάσταση, άρα δεν πρέπει να τον φοβόμαστε. Επίσης υιοθετούν την άποψη πως η ζωή είναι ένα σχολείο, όπου παίρνουμε μαθήματα για να εξελιχθούμε. Αυτό υιοθετεί και ένα μέρος των επιστημόνων, όπως η περίφημη Ελβετοαμερικανίδα ψυχίατρος Ελίζαμπεθ Κιούμπλερ Ρος, γνωστή ως «δασκάλα της ζωής και του θανάτου» που αφιέρωσε τη ζωή της στη φροντίδα ασθενών τελικού σταδίου. Λέει λοιπόν η Ρος: «Οι άνθρωποι που πεθαίνουν συνειδητοποιούν ότι ο θάνατος δεν τους συνθλίβει. Η πορεία προς τον θάνατο οδηγεί τους χειρότερους φόβους στο προσκήνιο για να τους αντιμετωπίσουμε κατάματα. Όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με το χειρότερο που μπορεί να συμβεί, αναπτυσσόμαστε. Όταν οι περιστάσεις είναι στο χειρότερο τους σημείο, βρίσκουμε ό, τι καλύτερο υπάρχει μέσα μας». Κι ο Γιάλομ από την δική του πλευρά έλεγε πως παρατηρώντας τους ασθενείς του «Όσο πιο κοντά βρίσκονται στον θάνατο, τόσο πιο πολύ ζουν τη ζωή τους».  Τι σκέψεις σας γεννά μια τέτοια οπτική;

Νομίζω ότι οι σκέψεις αυτές επιβεβαιώνουν την ιδέα των Στωικών ότι όσο πιο κοντά στο θάνατο βρεθούμε τόσο πληρέστερα ζούμε τη ζωή μας. Είναι ένα μεγάλο θέμα τι βιώνουν οι άνθρωποι που σε μια περιπέτεια της υγείας τους ή άλλη αντιμετωπίζουν το θάνατο. Επίσης αρκετοί ερευνητές μελετούν τις εμπειρίες ανθρώπων που έχουν εμπειρίες πλησίον του θανάτου. Περισσότερο από ό, τιδήποτε άλλο δείχνουν ότι το βίωμα είναι κρίσιμο στοιχείο για την αντίληψη μας για τα πράγματα. Χωρίς αυτό ο βαθμός της ενσυναίσθησης ή και της αυτοσυναίσθησης μας, εάν είναι δόκιμος ο όρος είναι μάλλον χαμηλός. Και σίγουρα το θέμα με το θάνατο είναι ότι φαίνεται σχεδόν αδύνατον να έχουμε κάποιο βίωμα που θα μας εξοικειώσει, όπως συμβαίνει με άλλες ματαιώσεις για τις οποίες έχουμε εμπειρία στη ζωή μας.

Ζούμε στους ρυθμούς του κορωνοιού, μιας μαζικής παγκόσμιας απειλής που προκαλεί πολλούς θανάτους. Πολλοί άνθρωποι νοιώθουν πως μετά από αυτή την περιπέτεια, δεν θα είμαστε ποτέ πια οι ίδιοι. Πως μπορούμε να διαχειριστούμε τον φόβο, την αγωνία, την απομόνωση , την απομάκρυνση από αγαπημένα πρόσωπα και όλα τα αρνητικά συναισθήματα;  Είναι εφικτό να τα μετουσιώσουμε σε αγάπη, αλληλεγγύη, ζωή και δημιουργικότητα; Πως μπορούμε να ζήσουμε ξανά; 

Πράγματι η εμπειρία αυτή μπορεί να είναι πολύ τραυματική για τις ζωές μας. Είμαστε όμως μια κοινωνία, ιδιαίτερα η ελληνική, που αποφεύγουμε να αντιμετωπίσουμε και ίσως ούτε καν να θεματοποιούμε τις αρνητικές εμπειρίες ή συναισθήματα. Υπάρχει μια επιμονή στην προβολή των θετικών πλευρών για την τόνωση της αισιοδοξίας, και είναι λογικό, αλλά απροθυμία για την περίσκεψη γύρω από τις αρνητικές πλευρές. Επομένως δεν νομίζω ότι θα αλλάξει κάτι προς το καλύτερο. Όπως συνέβη και με την οικονομική κρίση για την οποία πολλοί ελπίσανε ότι θα σηματοδοτήσει μια αλλαγή στις συνήθειες και τις συμπεριφορές μας. Αυτό βλέπω εγώ στο δικό μου χώρο εργασίας. Θα ζήσουμε ξανά την κανονικότητα βέβαια και ενδεχομένως χαρούμενα, αλλά επιστρέφοντας μάλλον στο πριν. Η ιστορία όπως τη διαβάζω εγώ λέει ότι είμαστε μια κοινωνία της λήθης και της σιωπής. Και αυτό ίσως έχει και τα θετικά του.   Υπό την έννοια ότι έτσι ξέρουμε να ζούμε και η απότομη αλλαγή θα έφερνε περισσότερα εμπόδια από οφέλη.

Πού συναντιούνται και που αποκλίνουν οι οπτικές της Φιλοσοφίας και της Ψυχολογίας πάνω στο κορυφαίο γεγονός του θανάτου;

Φιλοσοφία και Ψυχολογία, στο βαθμό που οι προσεγγίσεις τους διακρίνονται, δεν διαφέρουν τόσο πολύ ως προς τις απαντήσεις τους στο θέμα όσο ως προς τον τρόπο που το προσεγγίζουν και στον τρόπο που η κάθε μια εξειδικεύει το γενικό ερώτημα περαιτέρω. Το κοινό ερώτημα αφορά τη κεντρική σημασία που έχει το γεγονός του θανάτου για τη ζωή μας. Οι φιλοσοφικές απαντήσεις όμως δεν έχουν στόχο μόνο την αντιμετώπιση των φόβων μας για το θάνατο, αλλά και τη διερεύνηση ερωτημάτων που εμπίπτουν στο πεδίο της ηθικής αλλά και της μεταφυσικής. Για παράδειγμα, παραδοσιακά η φιλοσοφία ρωτάει, με βάση το γεγονός ότι είμαστε θνητοί πώς θα πρέπει να ζήσουμε για να έχουμε μια ευτυχή ζωή, ένα κυρίαρχα ηθικό δηλαδή ερώτημα. Ή επίσης διερωτάται εάν υπάρχει κάποιου είδους ύπαρξη για εμάς μετά τον θάνατο, ένα μεταφυσικό δηλαδή ερώτημα. Η Ψυχολογία από την άλλη μελετά πώς το γεγονός του θανάτου και η αμηχανία μας απέναντι σε αυτό διαποτίζουν τα συναισθήματα μας, αλλά και άλλες πλευρές και συμπεριφορές της ζωής μας. Αναζητά επιπλέον τρόπους για να καταπραύνει φόβους ή δυσλειτουργίες που εμφανίζονται λόγω του ότι η θνητότητά μας, μας επηρεάζει συναισθηματικά. Εκεί η μέριμνά της είναι θεραπευτική. Και εκεί αντλεί έμπνευση από ορισμένες φιλοσοφικές παραδόσεις, όπως πχ οι Στωικοί ή οι Επικούρειοι για τους οποίους η φιλοσοφική δραστηριότητα έχει κατεξοχήν θεραπευτικούς στόχους. Αλλά οι γνώσεις μας για την ανθρώπινη ψυχολογία και τη λειτουργία των συναισθημάτων είναι σήμερα πολύ πιο πλούσιες και λεπτομερείς από εκείνες των αρχαίων. Επομένως η Ψυχολογία είναι σε θέση να δουλέψει αναλυτικότερα το πεδίο των ανθρώπινων συναισθημάτων και επίσης με ένα εύρος τεχνικών πολύ διαφορετικών από εκείνες με τις οποίες είχαν στη διάθεσή τους οι αρχαίοι φιλόσοφοι, ή χρησιμοποιούν οι σύγχρονοι φιλόσοφοι. Και αυτό συνιστά μια επιπλέον διαφορά. Η φιλοσοφική ανάλυση της επίγνωσης της θνητότητας μας είναι μια λογική διερεύνηση των ερωτημάτων που προκύπτουν από αυτήν. Οι παρατηρήσεις της μπορεί να είναι χρήσιμες για την Ψυχολογία ως αφετηρία ή ως έμπνευση. Αλλά η Ψυχολογία ιδιαίτερα στην πρακτική άσκησή της ενδιαφέρεται και διερευνά τη συναισθηματική βάση πάνω στην οποία τοποθετείται η επίγνωση της θνητότητάς μας.

 

Γιώργος Δίπλας «Η ζωή δεν αποτελεί κτήμα μας. Είναι δάνειο από τη φύση, η μόνη περίπτωση, μάλιστα, που ο δανειοδότης καταβάλει τόκο στον δανειολήπτη!»

Μήπως πίσω από κάθε φόβο κρύβεται ο μεγαλύτερος φόβος του ανθρώπου, ο φόβος του θανάτου; Πού μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο και πώς το αντιμετωπίζει η Ψυχολογία;

 Ο φόβος σχετίζεται με την απώλεια. Και ο θάνατος αποτελεί την έσχατη απώλειά μας. Εφ’  όσον έχουμε επίγνωση της θνητότητάς μας και, ταυτόχρονα, δεν ξέρουμε πότε ακριβώς αυτή θα επέλθει, ο φόβος του θανάτου «καραδοκεί» μονίμως σε ολόκληρη τη διάρκεια της ζωής. Ωστόσο, δεν μπορούμε να πούμε πως είναι για όλους ο μεγαλύτερος φόβος. Πρόκειται για ένα ζήτημα υποκειμενικό: πολλοί είναι εκείνοι που φοβούνται περισσότερο ένα βασανιστικό τέλος από ένα φυσικό θάνατο. Επιπλέον, ο θάνατος δεν προκαλεί αποκλειστικά φόβο· προκαλεί επίσης – γεννά θα λέγαμε καλύτερα – το νόημα της ζωής και το κίνητρο δημιουργικότητας.

Προκύπτουν πράγματι προβλήματα σε σχέση με την αντιμετώπιση του θανάτου, από ήπιες έως σοβαρές διαταραχές, όπως νοσοφοβία, μικροβιοφοβία, ιδεοψυχαναγκασμοί κ.ά., και ο ρόλος της ψυχολογίας συνίσταται στην προσπάθεια διεύρυνσης της αντίληψης του ενδιαφερομένου, μέσα στο παραπάνω πλαίσιο και σε σχέση με τη συγκεκριμένη κατάστασή του.

 

Αν η ζωή μας ήταν ένα μυθιστόρημα με αρχή, μέση και τέλος…

  Ο Γιάλομ σχεδιάζει μια γραμμή, ονομάζει το ένα άκρο σημείο γέννησης και το άλλο σημείο θανάτου και ζητά από τον θεραπευόμενο να τοποθετήσει στο μεσοδιάστημα το σημείο στο οποίο θεωρεί πως βρίσκεται τώρα. Το πείραμα αποσκοπεί στη διεύρυνση της αυτογνωσίας του θεραπευόμενου:  πριν τη γέννηση και μετά το θάνατο υπάρχει κενό· το μόνο που μετράει είναι ό,τι εκτυλίσσεται στη διάρκεια του μυθιστορήματος. Ή, όπως λέει ο ποιητής, «ο προορισμός δεν έχει σημασία, μόνον η διαδρομή».

  Γιατί ισχυρίζεστε ότι ο πόνος είναι απαραίτητος στη ζωή μας; Μιλήστε μας για τις απώλειες και τους μικρούς καθημερινούς θανάτους.

  Η πραγματικότητα δείχνει ότι ο πόνος υπάρχει στη ζωή όλων. Απαραίτητο είναι να ερχόμαστε σε επαφή με τον πόνο, να μη τον αποφεύγουμε. Τόσο τον δικό μας, όσο και των άλλων. Διότι αποφυγή συναισθημάτων σημαίνει απευαισθητοποίηση και, συνεπώς, απανθρωποποίηση, το κόστος των οποίων είναι πολύ υψηλότερο του πόνου. 

Τι είναι πόνος; Η ποιήτρια AldaMerini λέει στο «AforismieMagie»:   

Πόνος δεν είναι/παρά η έκπληξη/να μη συναντά ο ένας τον άλλον

Ο αφορισμός αυτός εμπεριέχει βαθειά ψυχολογική διάσταση. Η απώλεια της ζωής είναι εξ ορισμού δεδομένη. Οι «μικροί θάνατοι» αφορούν αποτυχημένες προσπάθειες, ρήξεις με αγαπημένα πρόσωπα, απώλεια νεότητας, σφρίγους, υγείας και, εντέλει, την κάθε μέρα που περνάει, καθώς αυτό μας φέρνει πιο κοντά, κατά την Martha Nussbaum, σε «έναν βίαιο εξαναγκασμό, αποκορύφωμα όλων των πρόσκαιρων απωλειών». Αυτό που προκαλεί οδύνη είναι η δυσκολία να αποδεχθούμε τη διαφορετικότητα του άλλου, είτε πρόκειται για πρόσωπο είτε για συμβάν: διαφορετικός Άλλος είναι και ο θάνατος· είναι το αντίθετο της ζωής. Έτσι, δεν συναντιόμαστε (αρνούμαστε να τον αποδεχθούμε), με αποτέλεσμα να αναπτύσσεται περιχαράκωση στον ατομικισμό και υπαρξιακή αγωνία.

  Το ουσιαστικό είναι τελικά να θεραπεύσουμε τη ζωή μας;

 Είναι σημαντικό να προσανατολιζόμαστε ατομικά προς μια τέτοια «συνάντηση» ή ό,τι ο καθένας θεωρεί θεραπεία. Ουσιαστικό, όμως, είναι να διεκδικήσουμε τη συλλογική ανάδυση της ανθρώπινης ομορφιάς – ισότητα, αλληλεγγύη, συμπόνια -, πρόδηλης ειδικά στις σημερινές συνθήκες πανδημίας, πολεμικών καταστροφών και εξαντλητικής εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων με αποκλειστικό στόχο το κέρδος. Εξάλλου, η ζωή δεν αποτελεί κτήμα μας. Είναι δάνειο από τη φύση, η μόνη περίπτωση, μάλιστα, που ο δανειοδότης καταβάλει τόκο στον δανειολήπτη!